ευτολμία

ευτολμία
η смелость, храбрость, отвага

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευτολμία" в других словарях:

  • εὐτολμία — εὐτολμίᾱ , εὐτολμία courage fem nom/voc/acc dual εὐτολμίᾱ , εὐτολμία courage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτολμίᾳ — εὐτολμίαι , εὐτολμία courage fem nom/voc pl εὐτολμίᾱͅ , εὐτολμία courage fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτολμία — η (ΑΜ εὐτολμία) [εύτολμος] μεγάλη τόλμη, μεγάλη γενναιότητα, μεγάλο θάρρος, μεγάλο ψυχικό σθένος …   Dictionary of Greek

  • εὐτολμίας — εὐτολμίᾱς , εὐτολμία courage fem acc pl εὐτολμίᾱς , εὐτολμία courage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτολμίαι — εὐτολμία courage fem nom/voc pl εὐτολμίᾱͅ , εὐτολμία courage fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτολμίαν — εὐτολμίᾱν , εὐτολμία courage fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτολμίαις — εὐτολμία courage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθάρσεια — εὐθάρσεια και εὐθαρσία, ἡ (Α) [ευθαρσής] ευτολμία, ευψυχία …   Dictionary of Greek

  • ευψυχία — η (ΑΜ εὐψυχία) [εύψυχος Ι] ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα αρχ. ψυχική αγαθότητα, αντίθ. τού κακοψυχία …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԷՅԱՆԴԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 458 Chronological Sequence: 6c գ. εὑτολμία confidentia Գեղեցիկ յանդգնութիւն, կամ գովելի համարձակութիւն. քաջ վստահութիւն առաքինաց. *Հետեւեալ լինի արիութեան բարէյանդգնութիւնն. Արիստ. առաք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»